Στην πόλη όπου γεννήθηκα ζούσε μια γυναίκα με την κόρη της, που περπατούσαν στον ύπνο τους.
Μια νύχτα, ενώ η ησυχία αγκάλιαζε τον κόσμο, η γυναίκα και η κόρη της, περπατώντας κοιμισμένες, συναντήθηκαν στον ομιχλοσκεπασμένο κήπο τους.
Η μητέρα μίλησε και είπε: “Επιτέλους, επιτέλους, ο εχθρός μου! Εσύ που μου κατέστρεψες τα νιάτα μου, εσύ που έφτιαξες τη ζωή σου πάνω στους δικούς μου κόπους. Αν μπορούσα θα σε σκότωνα”.
Και η κόρη μίλησε και είπε:”Ω μισητή γυναίκα, εγωίστρια και γριά, που στέκεσαι εμπόδιο στην ελευθερία μου! Που θέλεις τη ζωή μου ηχώ της μαραμένης σου ζωής! Ας ήταν να πέθαινες!”.
Εκείνη τη στιγμή ο κόκορας λάλησε και οι γυναίκες ξύπνησαν. Η μητέρα είπε γλυκά:”Εσύ είσαι αγάπη μου” και η κόρη απάντησε γλυκά: “Ναι χρυσή μου”.
Χαλίλ Γκιμπράν